- πολυβλέποντας
- πολυβλέπωνblindmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυβλέπων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ 2. (κατ ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.) 5. πολύβλεπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέπων, μτχ. τού βλέπω (πρβλ. κατω βλέπων)] … Dictionary of Greek